Αναστασοβίτης- Επώνυμο εθνικό που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Αναστάσοβα της επαρχίας Καλαβρύτων, σήμ. Ανάσταση. Σλαβογενές τοπωνύμιο που δημιουργήθηκε από το βαφτ. Αναστάσιος, ως ανδρωνυμικό. {ΤΠΝΜ}
Αναστασόπουλος/Αναστασάκης κοκ- Από το βαφτ. Αναστάσιος,<αρχ. ανάστασις, έχει μορφές όπως Τάσιος, Τάσος, Σάκης, Τούσιας, Τσιάκος, κτλ.Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως, Αναστάς(Τραπεζ.), Αναστάσης(Λήμν.), Αναστασιόπουλος(Θεσσ/κη), Άναστος (Τραπεζ.), κτλ. (ΛΜ) (BZP)
Αργύρης/Αργυράκης/Αργυρούσης κοκ- Από το βαφτ. Αργύρης<Αργύριος, μάρτυρας της Ορθοδ. Εκκλ., συντομευμένος τύπος του Ανάργυρος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα ως Αργύρης, Αργυρόπουλος, Αργυρός κτλ. Ως Αργυρόπουλος είναι γνωστός και ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Γ’ (1028-1034), και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, σημαντικός λόγιος του 15ου αιώνα. (ΛΜ)(BZP)
Ασκούνης/Ασκόπουλος- Από το δημωδ. ασκί, υποκορ. του ασκός, το ασκάκι,και ασκοπούλι. Συν την υποκορ. κατάλ. –ούνης(μσν. -ούνι < αρχ. υποκορ. επίθημα –ιον,πρβλ. κεντρούνι,βυζούνι, Βασιλούνης,Δεσπούνης κτλ), και το Ασκόπουλος με την συνηθέστατη πατρωνυμική κατάλ. –όπουλος. Το επώνυμο πιθανώς σχηματίστηκε από το επαγγελματικό Ασκάς, ο κατασκευαστής ασκών. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Βαζούρας/Βαβούρας- Από το δημωδ. βαβούρα, και βαζούρα ιδιωματικά, ο ενοχλητικός θόρυβος, η βοή, φασαρία, <μεσν. βαβούρα, ηχομιμ. < ελνστ. βαβ(άζω) `φωνάζω΄ -ούρα.(ΛΤ) {ΓΛΑΙΤ}
Γρυπάρης/Γριπάρης- Από το δημωδ.γρυπάρης/γριπάρης, αυτός που ψαρεύει με γρίπο, συσκευή ανάλογη προς την τράτα ή ο κατασκευαστής γριπών, <ελνστ. γρῖπος `δίχτυ ψαρά΄.(ΛΔΗΜ){ΜΣΚ}
Ζάκουρας- Από το ιδιωμ. ζάκουρας,1)το μέρος της δούγας που εξέχει από τον πάτο του ξύλινου βαρελιού, και μτφ.2) ο μικρόσωμος, βραχύσωμος άνθρωπος. <μεσν.(Λεξ.Σουιδα)ζάκορον, και ο υπηρέτης<διάκορος. (ΤΣΑΚΛ)
Κάργας/Καργάκος- Απο το διαλεκτ. κάργας, ο "χλευαστικώς επιδεικνυόμενος ως δήθεν σπουδαίος-ανδρείος, κομπαστής:μη μας κάνεις τον κάργα.".(ΛΔΗΜ)
Κριτής- Από τη λέξη κριτής, που εκτός της διαχρονικής της σημασίας, αυτός που κρίνει, επι Βυζαντίου, τίτλος αξιώματος, επιτηρητής της τάξης αναλόγως-κριτής του ιπποδρόμου,-κριτής του βήλου κτλ. Η λέξη σαν επώνυμο από την περίοδο των Παλαιολόγων, τουλάχιστον, ως Κριτής, Κριτόπουλος. (ΛΔΗΜ)
Μελάς- Από το δημωδ.μελάς, ο παραγωγός ή έμπορος μελιού, μέλι συν το παραγ.επίθ. –άς. Διασημότερος φέρων του επίθετου αυτού, φυσικά ο Παύλος Μελάς. Ως επώνυμο, Μελάς, το συναντάμε πρώτη φορά, τουλάχιστόν απ’ότι έχω βρει, τον 14ο αιώνα στη Βέροια.(BZP) (ΛΔΗΜ)
Πατσός/Πατσουρός-ης/Πατσούρας- Από το δημωδ. πατσός, ο σιμός,ο πλακουτσομύτης, πατσομύτης. (ΛΔΗΜ)
Πίβουλος- Από το δημωδ. πίβουλος, ο επίβουλος, ο δόλιος και πανούργος. (ΛΔΗΜ)
Ραφανάς- Από το μσν. ραφάνη, η ράφανος, το δημωδ. ραφανίδα,ρεπάνι, < ελνστ. ῥαπάνιον υποκορ. του αρχ. *ῥάπανος, ῥάφανος.(ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Σαβοργιαννάκης- Από το βενετ. επώνυμο Savorgnan=Di Savoia, και Σαβοργινάκης, Σαβοργίνης. Ορισμένες οικογένειες της βενετσιάνικης αριστοκρατίας, αν και μετά την τουρκική κατάκτηση στα τέλη του 17ου αιώνα κατέφυγαν στις βενετικές κτήσεις του Ιονίου ή στην Βενετία μαζί με Κρητικούς ευγενείς, παρέμειναν στο νησί και αφομοιώθηκαν από τον ντόπιο πληθυσμό. (ΚΡΗΤ)
Τσαγγάς/Τζαγγάς- Από το μεσν. τζαγγάς και τσαγγάς, ο κατασκευαστής βασιλικών τζαγγίων, είδος υποδήματος. Ίδια σημασία και αρχή το ουσ. τσαγγάρης/τζαγγάρης. (ΛΔΗΜ)
Συντομογραφίες για τη βιβλιογραφία εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου