Ζάρκος- Από το ιδιωμ. ζάρκος/ζόρκος, ο γυμνός, άγν. ετυμ.Και ζαρκώνομαι, αλλιώς το ντύνωμαι. Ίσως σχετικό με το σάρκα. (ΜΣΚ)(ΛΔΗΜ)
Ζέβλας- Από το ιδιωμ.(Στερεά Ελλάδα) ζέβλα, ξύλινο εξάρτημα σε σχήμα U απ’όπου δένονταν ο ζυγός για να γίνει το όργωμα. Σχετικό με το κοινό ζευγάς. {ΓΛΑΙΤ}
Κακανιάρης- Από το δημωδ. κακανιάρης, ο χαχανιάρης, χάχας, αυτός που γελά χωρίς λόγο.(ΛΔΗΜ)
Καλοκύρης- Από τη λέξη καλός, και το κύρης,ο αφέντης,< μσν. κύρης < αρχ. κύριος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Γεώργιος Καλοκύρης από το Ιερόν(σημ.Anadolu Kavak) στο Βόσπορο. Πρβλ. και τα ιταλιώτικα σημερινά επώνυμα Calaciura/Caliciuri .(ΛΔΗΜ) (BZP)
Καμζόλας/Καμζέλας- Από το ιδιωμ. καμζέλι,καμιζόλα, το εσωτερικό γυναικείο κοντό φόρεμα με κοντά μανίκια και ανοιχτό μπροστά και κοντό παιδικό παντελόνι που κάλυπτε το στήθος και κούμπωνε στην πλάτη, <βεν.camisola. {ΓΛΑΙΤ}
Καντηλιέρης- Απο τη λέξη καντηλ(ι)έρι, το κηροπήγιο, ή λυχνία λαδιού.καντήλι<< ελνστ. κανδήλα.(ΛΔΗΜ)
Καπασάς- Από το μσν. καπάσιον,καπάσι, κάλυμμα κεφαλής αξιωματούχων και ιερωμένων, σχετ.με την κάπα. {ΜΣΚ}
Καραβιώτης- 1) Ο προερχόμενος από τοπωνύμιο σχετικό με το καράβι, όπως Καράβι, Καραβάς,κτλ, και 2) η λέξη καραβιώτης δήλωνε και τον ναύτη, ο καραβίσιος. (ΛΔΗΜ)
Καταχανάς- Απο το δημωδ. καταχανάς,1) το κακοποιό δαιμόνιο, βρικόλακας,2) ο εφιάλτης, 3)ο αδηφάγος, άπληστος.(ΛΔΗΜ)
Κατέλης- Απο το διαλεκτ. κάτης(ο), αλλιώς ο γάτος, και την υποκορ. καταλ. -έλης, ιταλ.αρχης. (ΛΔΗΜ)
Κατραούρας- Από το ιδιωμ.(Αιτ/νια) κατράου, κατουράω, κατραούρας ο κατουρλής. {ΓΛΑΙΤ}
Κλούρας- Από το ιδιωμ.(Αιτ/νια), κλούρι/κλούρα, το κουλούρι/κουλούρα<μσν. κουλούρα < ελνστ. κολλούρα< αρχ. κολλύρα.(ΛΤ) {ΓΛΑΙΤ}
Κολοκούρης/Κωλοκούρας- Από το ιδιωμ. κουλουκούρα, κωλοκούρα, τα μαλλιά γύρω από την ουρά και τον κώλο του προβάτου, μεταφορικά το μπαξίσι, και κουλουκρίζω, κουρεύω τα πρόβατα. {ΓΛΑΙΤ}
Κοργιαλάς/Κοριαλάς- Από το ιδιωμ.(Αιτ/νια) κοριάλο/κουριάλου, εύληπτη τροφή παρασκευασμένη ειδικά για τους μελλοθάνατους, κοριαλάς ο παραγωγός της. {ΓΛΑΙΤ}
Κοτσώνης- Από το ιδιωμ. ρημ. κοτσώνω, επαίρομαι, κορδώνομαι, και κοτσώνης ο επηρμένος. (ΛΔΗΜ)
Κουβαράς- Από το δημωδ. κουβαράς, ο κατασκευαστής, ο πωλητής κουβαριών νήματος. , <αρχ. κόβαρος. Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται στην Πάφο της Κύπρου κάποιος Μιχαήλ του Κουβαρά, το 1360 ένας πρωτοψάλτης Κουβαράς, το 1368 κάποιος χαρτοφύλαξ Θεόδωρος Κουβαράς κ.α. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κουκκής/Κουκκίος- Σχετικό με το ν.ε. κουκκί, το όσπριο,< μσν. κουκκί(ν)< < ελνστ. κοκκίον υποκορ. του αρχ. κόκκος. πρβλ. Φασουλής,Νεράντζης, Ρεβύθης κτλ. Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, το 1348, καθώς αναφέρεται κάποιος πάροικος στις Σέρρες, Μιχαήλ Κουκκής. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κουκούμης/Κουκουμάς- Από το ουσ.κουκούμιν το. Χάλκινο δοχείο νερού· χύτρα. μτγν. ουσ. κουκκούμιον. Το δεύτερο επώνυμο σχηματίστηκε με την συχνή επαγγελματική κατάληξη –άς(βλ. Φαναράς, Καλαθάς , Πιατάς, κ.α.) . Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κτηματίας στην Βέροια το 1325 με το επώνυμο Κουκούμης, αλλά και ένας Νικόλαος Κουκουμάς τον 15ο αιώνα.{ΓΛ} (BZP)
Κουρβούλης- Από το δημωδ. κουρβούλα, ο κορμός του αμπελιού, η κουρμούλα. Μτφ. ο αδρανής, ο ακίνητος. Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Γεώργιος Κουρβουλέας στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κούτρας/Κούτρης- Απο το δημώδ. κούτρα, το κεφάλι. Το επώνυμο ίσως με την έννοια του «κεφάλα». Ετυμολογικά προέρχεται απο το μεσν. κούτρα και αυτό με τη σειρά του απο το λατινικό scutra. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα(1304), αναφέρεται κάποιος Δημήτριος Κούτρας, πάροικος Λήμνου. {Λ.Τ.} (BZP)
Λαγάρας- Από το δημ. λαγάρα, υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, μτφ. ο καθαρός, και ο ειλικρινής, τίμιος, άψογος. Και λαγαρίζω : κάνω διαυγές ένα υγρό. Από το αρχαίο λαγαρός “ο χαλαρός, λεπτός, ευκίνητος”, η σημερινή σημασία μεσαιωνική. (ΛΔΗΜ)
Λάλος- Από το μεσν. και δημωδ. λάλος, ο πολύ φλύαρος, αυτός που λαλεί(μιλάει) πολύ,συνεχώς. (ΛΔΗΜ)
Λέχος- Μητρωνυμικό, από το λεχώ-λεχώνα, 1) γυναίκα που γέννησε πρόσφατα και 2) (μτφ.) για άνθρωπο τεμπέλη και φυγόπονο,3) Από το ιδιωμ.(Αρκαδ.) λέχος, «η εν ύδατι αναλυομένη κόπρος των βοών, εν η εμβάλλουσι τα βαμβακερά υφάσματα άμα υφανθέντα. Μένουσιν δ’εν αυτή 3-4 ημέρας ταύτα, είτα εξάγουσιν αυτά(ξελεχώνουσι) και τα λευκαίνουσιν». Ίσως λέχος,παρατσούκλι, αυτού που έκανε αυτή τη δουλειά. (Λ.Τ.)(ΛΔΗΜ){ΠΠΠ}
Λιανός - Από το δημωδ. λιανός,ο λεπτός, ισχνός, μεσν.λιανός< < λεί(ος) -ανός (ορθογρ. απλοπ.). (Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ)
Μακρυκάνης- Από τις λέξεις μακρύς, και κάνι, η κνήμη, το καλάμι,< ελνστ. κάννη, κάννα `καλάμι΄, πρβλ.καλαμοκάνης, ο μακρυπόδης.(ΛΔΗΜ)(Λ.Τ)
Τάγγας- Ίσως σχετικό με τη δωμωδ. λέξη τσαγγός-ταγγός, αυτός που έχει αλλοιωθεί και έχει δυσάρεστη οσμή, μτφ. ο βρωμιάρης,< αρχ. ταγγός. (ΛΔΗΜ)
Οι συντομογραφίες παραπέμπουν στην βιβλιογραφία που βρίσκεται εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου