Αδραχτάς/Αδράχτας- Από το δημωδ. αδράχτι, το κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού,< μσν. αδράχτι<ελνστ. ἀδράκτιον υποκορ. του ἄδρακτος.Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 15ο αι., αναφέρεται ένας Αδραχτάς Μιχαήλ.(ΛΤ) (BZP)
Άκουρος- Από το δημώδ. άκουρος, ο ακούρευτος, στερ. –α και αρχ. κουρά. (ΛΔΗΜ)
Αλέφαντος- Από το δημωδ. αλεφάντης,οπή επι της στέγης ή η είσοδος οικήματος από την οποία εισέρχεται το φως.Πρβλ. παρόμοια επώνυμα Φεγγίτης, Γκλαβάνης(βλ.επών.) κτλ(ΛΔΗΜ)
Αμοιρίδης/Αμυράς- Ίσως να σχετίζεται με την λέξη άμοιρος, ο κακόμοιρος, αλλά θεωρώ ότι το –οι- προήλθε από λόγιο ορθογραφικό «εξελληνισμό». Είναι πιθανότερη η συσχέτιση του με το μεσν. αμιράς, ο άρχοντας, στρατηγός, που χρησιμοποιήθηκε και ως βαφτιστικό,εξού και η διάδοσή του. Η λέξη χρησιμοποιείται και θωπευτικά ως προσφώνηση , «αμιρά μου»(άρχοντα μου),< <αραβ. ῾amīr, η λέξη από τον 7ο αι.(μ.Χ) στα ελληνικά. Σαν επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με μορφές όπως Αμηράλης(128-Σμύρνη),Αμιρούτζης(Τραπεζ.) κτλ (ΜΣΚ)(ΛΤ)(BZP)
Αποσπόρης- Από το δημωδ. απόσπορο, κυριολ. το υπόλειμμα του σπόρου, μτφ. και συνήθ. χαρακτηρισμός του τελευταίου παιδιού μιας οικογένειας, αλλιώς το απογόνι, στερνοπαίδι.(ΛΔΗΜ)
Βαρδής/Βαρδινογιάννης- Από το βαφτ. όνομα Βαρδής, σύνηθες από Έλληνες σε βενετοκρατούμενες περιοχές(Κρήτη,Κυκλάδες κτλ), από το βενετσιάνικο Baldin, εξελληνισμένο φωνητικά. Το βεν. Valdin με τη σειρά του προέρχεται αποτο αρχ.γερμ.Baldawin
Βεδούρης - Από το δημωδ. βεδούρι/βεδούρα, ξύλινο ποιμενικό δοχείο, καρδάρα, μτφ. ως επίθετο δηλώνει τον παχύ και βραχύσωμος άνθρωπο. (ΛΔΗΜ)
Βεσκούκης- Από το αρβαν. veshqok, ο έξυπνος, το ξεφτέρι. {ALBD}
Βλάτης/Βλάττης- Από το δημωδ. βλάττι(ν)- βλατί, πολυτελές μεταξωτό ύφασμα, συν. πορφυρό, και συνεκδ. ένδυμα ή κάλυμμα από αυτό.Ως επώνυμο αναφέρεται ήδη από τον 14ο αιώνα ως Βλατής(Βλατής Θεόδωρος-Μητροπ.Θεσσ/κης{1371),Βλατάς,Βλατερός κτλ(ΛΔΗΜ)(ΜΣΚ)(BZP)
Βρεττός/Βρεττάκος- Απο το δημ. βρετός, ο ευρημένος, ο ευρετός,1) "επί νηπίων, το υπό των οικείων του εγκαταλειφθέν και ευρεθέν υπό τινός, το έκθετον,2) νήπιον υπό των γονέων του αποτεθέν έμρποσθεν της εκκλησίας, είτε εν τη οδώ, ινά αναλάβη την βάπτισιν του ο πρώτος τυχών διαβάτης. Σύμφωνα με τον Βαγιακάκο, «Μανιάται εις Ζάκυνθον», το όνομα Βρετός, ως βαφτιστικό, είναι σύνηθες στη Μάνη. Έτσι καλείται το εκτεθειμένο από τους γονείς του βρέφος και αργότερα ευρεθέν(βρετό) από άλλους, και ονομάζεται έτσι από πρόληψη πιστεύοντας ότι έτσι θα απόφευχθεί ο θάνατος του βρέφους. Σαν επώνυμο,τουλάχιστον, από τον 14ο αιώνα, με την αρχική μορφή Ευρετός,στην Χαλκιδική(1318). Την ίδια έννοια έχει και το ιταλ. Esposito , πολύ διαδεδομένο επώνυμο στην Ιταλία.(BZP)(ΛΔΗΜ)
Βόσκαρης- Από το δημωδ. βόσκαρης, ο βοσκός συν την υποκορ. καταλ. –άρης. (ΛΔΗΜ)
Βρούτσης- Από το μεσν.(και σημ.ιδιωμ.) βρουτσί(ν), μικρή βούρτσα από τρίχες χοίρου, <ουσ. βρούτσα. Ως επώνυμο με τη μορφή Βούρτζης, ήδη τον 13ο αιώνα, και τον 15ο στην Πελοπ. (BZP)(ΜΣΚ)
Βρυώνης- Από το μτγν/μεσν. βρυώνης, είδος αμπέλου. Ο γνωστός Τουρκαλβανός Βρυώνης φημολογούταν ότι καταγόταν από την οικογένεια των Παλαιολόγων. Και στα ν.ε. βρυωνιές είδος φυτού. (ΛΔΗΜ)
Βώκος- Από το δημωδ. βώκος, ο μη αντιλαμβανόμενος, ο ανόητος, ο μπουνταλάς,<αρχ.βώκος, βούκος, ο γελαδάρης. Το επώνυμο Βώκος ήταν το επώνυμο της οικογένειας των Μιαούληδων, η οποία καταγόταν από τα Φυλλά Ευβοίας. (ΛΔΗΜ)
Γκάγκαρος- Από το δημωδ. γκάγκαρος, χαρακτηρισμός που δινόταν στους γηγενείς Aθηναίους, γκάγκαρο -ς < ιταλ. ganghero `στρόφιγγα΄ (σκωπτικά, επειδή υποτίθεται ότι μαντάλωναν την πόρτα τους). {Λ.Τ.} (ΛΔΗΜ)
Γκέρμπεσης- Από το αρβαν. gërbë, καμπούρα,<σλαβ.gбrba .Και όνομα οικισμών στην Πελοπόννησο, Γκέρμπεσης ήταν το επώνυμο αρβανίτη stratioto, μισθοφόρος των Βενετών, και όπως σνηθιζόταν ανταμοίβονταν με εκτάσεις-πρόνειες.{ALBD}
Διδάχος- Από το δημωδ. διδάχος, ο διδάσκαλος, και οικισμός στην Αχαΐα, Διδαχέϊκα. (ΛΔΗΜ)
Κάκαλος- Από το δημωδ. κάκαλο, κάκ(κ)αδο, και κάκανο, η ξερή «κρούστα» που καλύπτει τις πληγές. (ΛΔΗΜ)
Καλαμούκης- Από τη λέξη καλάμι,καλαμάς-ο έμπορος καλαμιών, και την υποκορ. κατάληξη –ούκι>ούκης(πρβλ. πάλος-παλούκι,Γιάννης-Γιαννούκης κτλ).
Καράβολας- Από το ιδιωμ.(Σύμη,Νίσυρος,Ίος,Σαντορ.κτλ) καράβολας, ο σαλίγκαρος, <ιταλ.caragollo. (MEYER)
Κορμαλός/Κορμαλάς- Από το δημωδ. κορμαλός, αλλιώς κορμαράς, ο σωματώδης,και μεγαλόσωμος. (ΛΔΗΜ)
Κορμπάκης/Κορμπόπουλος- Από το ιδιωμ. κόρμπα(η), κόρμπος(ο), ο μούλος, και κυρίως ο μαύρος, ο σκούρος, χαρακτηρισμών μαύρων αιγοπροβάτων. Η λέξη στα τσακώνικα, αλλά τουλάχιστον σε όλη την Πελοπόννησο, <λατ.corvus-κοράκι. (ΛΞΤΣ)
Κοροβέσης- Από το αρβαν. korroveshe,(korr + vesh), είδος στάμνας, σαν επίθετο δηλώνει τον κουτσάφτη, τον χωρίς αυτιά. {ALBD}
Κορφιάς- Από το διαλεκτ.(Μάνη και αλλού) κορφιάς,κορφέας, η ανώτατη οριζόντια δοκός της στέγης,ετυμολογικά σχετικό με την κορυφή,πρβλ ομόσημα επώνυμα Γκλαβάνης, Πρέκκας.(ΛΔΗΜ)
Κουρής- Ίσως από το δημωδ.κούρης, ο περιφερόμενος εδώ και εκεί ασκόπως, φυγόπονος, άεργος. Ή σχετικό με το μεσν. κουρά, 1)κουρά (ως μέρος της τελετής της χειροτονίας ιερωμένου),ή 2)η ιδιότητα του μοναχού. Ως επώνυμο,Κουρής, εμφανίζεται πρώτη φορά τον 13ο αιώνα, κάποιος Κουρής Κωνσταντίνος,στην Τραπεζούντα. (ΛΔΗΜ) (ΜΣΚ)(BZP)
Κουτσούμπας- Από το διαλεκτ. κουτσουμπός, α άνευ κορυφής, ”κουτσουμπό κυπαρίσσι”, ”κουτσουμπή μύτη”, γενικά ο κολοβός. Ετυμολογικά σχετικό με το “κουτσός”.(ΛΔΗΜ)
Κρανίδης- Από το μεσν. κρανίδι(ον), το μικρό κράνος, μικρή περικεφαλαία. Και τοπωνύμιο, Κρανίδι στην Αργολίδα, ίσως από κάποιον πρώτο οικιστή του οικισμού, Κρανίδη. (ΛΔΗΜ)
Λαμπέτης- Από το μεσν. λαμπέτης, ο λαμπρός, ο λάμπων. Σαν επώνυμο αναφέρεται για πρώτη φορά το 1320 ως επώνυμο κατοίκου της Χαλκιδικής,Λαμπέτης. Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Έλλης Λαμπέτη, γεννημένη Έλλη Λούκου. (BZP) (ΛΔΗΜ)
Λαμπίρης- Ίσως από το δημωδ. λαμπύρι, το φυτό λαμπύρι, το αρχαίο ‘λάθυρος’.πρβλ. επών. Σχετικά με φυτά Κολτσίδας, Λαθούρης, Λιναράς, Μελικόκης(βλ.επων.). (ΛΔΗΜ)
Ληξούρης- Από το μεσν. λίξουρος, λιξουριάρης,λήξουρος, ο άπληστος,πλεονέκτης και ο λαίμαρχος, λιχούδης, λιγούρας. Το τοπωνύμιο Λιξούρι, προφανώς σχετίζεται ετυμολογικά.(ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)
Λούβαρης/Λουβιάρης- Από το δημώδ. λουβιάρης, λωβιάρης, ο λεπρός, ο έχων λούβα/λώβα, <αρχ. ουσ. λώβη, συν την κατάλ. –(ι)άρης. (ΛΔΗΜ)(ΜΣΚ)
Μούρτζινος- Από το δημωδ. μούρτζινος, ο έχων χρώμα βαθύ κόκκινο. Σύμφωνα με τον Κριαρά:1) <επίθ. *μούργινος <ουσ. μούργα + κατάλ. ‑ινος, 2) <μτγν. επίθ. μούρσινος <μύρσινος <ουσ. μυρσίνη ή 3) <αρχ. επίθ. αμόργινος.(ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)
Μπερδέσης- Από το δημωδ. μπερδέσης, ο μπερδευτής, αυτός που μπερδεύει.Μπερδεύω<μσν. εμπερδεύω<εμπεριδένω `δένω μέσα κι έξω΄<εν + αρχ. περιδέω.(Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ)
Μπίρμπος/Μπίρμπας- Από το ιδιωμ.(Σύρος, κ.α.), μπίρμπος/μπιρμπάντης,ο παλιάνθρωπος, <βενετ. birba. (MEYER)
Μπομπότας- Από το δημωδ. μπομπότα, ψωμί παρασκευασμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι,<βενετ.boba/bobota.(MEYER)
Παγανός- Από το μεσν. και δημωδ. παγάνος, ο πολίτης, αντίθ. ο στρατιωτικός,σύμφωνα με το Λεξ.Σουΐδα, «παγάνος, αστράτευτος». Ως επώνυμο τουλάχιστον,από τον 13ο αιώνα σε Λήμνο,Χαλκιδική,Μεθώνη κτλ.(BZP) (ΛΔΗΜ)
Παλούμπης- Από το αρβαν. pëllumb, το περιστέρι, από το λατινικό palumba, palumbus. (ΧΡΑΡΒ)
Παπαχελάς- Από το σύνηθες πρώτο συνθετικό παπάς, και το χελάς, ο ψαράς ή πωλητής χελιών. <μσν. χέλι < αρχ. ἐγχέλειον. Η κατάληξη –άς, από το ελνστ. επίθημα -ᾶς, δηλώνει το πρόσωπο που το επάγγελμά του είναι σχετικό με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, φτιάχνει ή πουλάει αυτός που φανερώνει η πρώτη λέξη,πρβλ. γάλα-γαλατάς, ψωμί-ψωμάς, ελνστ. χαρκωματ-ᾶς `χαλκωματάς΄ κτλ.(ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Παρίσης- Από το βαφτ., κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, Παρίσης, <Κυπαρίσσης, από την ευχή-να γίνει ψηλός σαν κυπαρίσσσι, όπως Πολύζος-να έχει πολυζωΐα, Πολυζώης-το ίδιο, Ρίζος-να ριζώσει, Στέριος-να στεριώσει,κτλ. {ΜΓΤΧ}
Πρίσκας- Από το ιδιωμ.(Αχαΐα, Ηλεία κτλ), πρίσκα, η (πρησμένη) κοιλιά, και πρίσκας ο κοίλιαρης, ο κοιλάρας, ο μπάκας.<μεσν. πρήσκω<αρχ. πρήθω.(ΛΤ)
Συρμός/Συρμόπουλος/Συρμάκης/Συρμούδης κοκ- Από το βαφτ. Σύρμος,Συρμώ,<σύρμα(η χρυσοκλωστή του κεντήματος). Πολλά άλλα βαφτ. που χρησιμοποιούσαν παλιότερα έχουν εκλείψει σήμερα όπως Λεϊμονιά, Πύργος, Λοΐζος, Αυγέρης, Λυμπέρης κτλ (ΑΝΧΜ)
Τατούλης/Τατάς- Απο το τατάς(ή τάτας), λέξη παιδική, ο μπαμπάς. Η λέξη έχει επιβιώσει σε διάφορες διαλέκτους, απο το αρχ. τάτα-τέττα, σύφμωνα με τον Ησύχιο: "τέττα· νεωτέρου πρός πρεσβύτερον τιμητική προσφώνησις".(ΛΔΗΜ)
Τεγόπουλος- Από το βαφτ. Τέγος, παραλλαγή του ονόματος Στέργιος στη βόρεια Ελλάδα, Τέγος<Τέλιος<Στέργιος. {ΤΑΧΚ}
Τζάντζαλος-Τσάτσαλος-Τζάτζαλος- Απο το μεσν. τζάνζαλον-δημ. τσάτσαλο, το τριμμένο ένδυμα, το κουρέλι, η λέξη στον Πτωχοπρόδρομο(12ος αιων.) ως τζαντζαλοφορεμένος.(ΛΔΗΜ)
Τσαλαμιδάς- Πιθανώς σχετικό με το μεσν. και νεωτ. καλαμίδι και καλαμιδάς ο κατασκευαστής του. Καλαμίδι είναι το αλιευτικό καλάμι. Η μετατρ. του κ σε τσ είναι συνηθισμένη σε αρκετές διαλέκτους της Ελλάδας( Κρητική,Κυκλαδίτικη, παλιά Αθηναική, Μανιάτικη, Κυμιώτικη κτλ). Το επώνυμο Τσαλαμιδάς εμφανίζεται πρώτη φορά σε αργυρόβουλα του 1262 που αφορούν την Κεφαλονιά.(ΛΔΗΜ)
Τσαμαδός- Απο το διαλεκτ. τσαμαδό, άγριο σκυλί, επιθετικό, μτφ. άνθρωπος ισχυρογνώμων και πεισματάρης.(ΛΔΗΜ)
Τσεγγενές/Τσιγγενές- Απο το διαλεκτ. τσιγγενές, ο φιλάργυρος, ο φιλοχρήματος, τσιγγούνης,<τουρκ.çingen(e). (ΛΔΗΜ)
Τσικνιάς/Τσυκνιάς- Απο το ν.ε. τσυκνιάς, είδος αετού, <αρχ.κυκνίας.Μεταφορικά ο πολύ αδύνατος άνθρωπος. Σχηματίστηκε με τσιτακισμό του αρχ.πρβλ.τσίχλα<κίχλα, τσύρης<κύρης κτλ .(ΛΔΗΜ)
Χαρδαβέλας- Από το ιδιωμ. χαρδαβέλα, ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει. Λογικά χαρδαβέλας ο κατασκευαστής ή πωλητής χαρδαβέλων. (ΓΛΗΛ)
-Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη. {Λ.Τ.} | |||
-Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit,Erich Trapp, Hans-Veit Beyer, Ewald Kislinger, Ioannis Leontiadis (BZP) | |||
-Δημητράκου. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης (ΛΔΗΜ) | |||
-Εμμανουήλ Κριαράς,Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), . {ΜΣΚ} | |||
-Γ.Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας(Λ.Μ) | |||
-Albanian Etymological Dictionary, Vladimir Orel {ALBD} | |||
-Neugriechische Studien /Gustav Meyer (MEYER) | |||
Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης,Λεξικόν της Αλβανικής Γλώσσης,(ΧΡΑΡΒ) | |||
- Ανθρωπωνύμια Χουμνικού, Φ.Π.Κοτζαγεώργης (ΑΝΧΜ) | |||
-Ν. Ταχινοσλής, Μορφές του Κωνσταντίνος.{ΤΑΧΚ} |
Το Βαρδής στη Σητεία(σε Ζάκρο και αλλού)απαντάται και σαν επίθετο. Ίσως να έχει σχέση με το Βαρδιάνος: Ο ακόλουθος, ο βοηθός του κυνηγού. Ενετ. vardiano φρουρός, σκοπός.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαγανό στην επαρχία Σητειάς λέμε το ανάβαθο το ρηχό σκεύος π.χ το πιάτο.