Αλιτζερίνος/Λιτζερίνος- Από το δημώδες (α)λιτζερίνος, που εκτός από την πρωταρχική του σημασία(Αλγερινός) σήμαινε και τον πειρατή, τον κουρσάρο, φαινόμενο συνηθέστατο ανάμεσα σε ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα στη Μάνη. Η λέξη είχε και την έννοια του αρπακτικού και κακόπιστου ανθρώπου. (ΛΔΗΜ)
Αλούπης- Από το ιδιωμ. αλουπού, η αλεπού, αρχ. αλώπηξ. Και αλούπι το δέρμα της αλεπούς, (ΛΔΗΜ)
Αρίδας- Από το δημωδ. αρίδα, 1) είδος τρυπανιού, και 2) αρίδα τα πόδια, «μάζεψε τις αρίδες σου», και αρίδας αυτός που έχει μακριά πόδια, αρχ. ἀρίς. (ΛΔΗΜ)
Γαλατσίδας- Από το δημωδ. γαλατσίδα, γενική ονομασία διάφορων χόρτων με γαλακτώδη χυμό, μσν. γαλατσίδα < γαλατσίς, αιτ. -ίδα < γαλακτίς.(ΛΔΗΜ) {Λ.Τ.}
Γούσιας/Γούσας/Γούτος- Από το τα αντίστοιχα βαφτιστικά, μορφές του ονόμ.Γεώργιος,πρβ. Γεωργούσιας-Γεωργούσας-Γεωργούτος. Η κατάληξη –ούσης, και οι παραλλαγές της απαντάται ως υποκοριστική σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ιδίως στα τσακώνικα(βλ. Το Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου ,Θανάση Π. Κωστάκη), και σε επώνυμα κυρίως στη Χίο, και ως πατριδωνυμικό. (ΕΕΛΟΝ)
Κακαβάς/Κακκαβάς- Από το δημωδ. κακκάβι, είδος χάλκινου αγγείου, αλλιώς λεβέτι.< αρχ. ουσ. κακκάβιον. Κακκαβάς, ο κατασκευαστής των συγκεκριμένων αγγείων. (ΛΔΗΜ) {ΜΣΚ}
Κολλιός/Κολιός- Από τα βαφτ. Κολλιός-Κολιός μορφές του Νικόλαος> Νικολιός>Κολιός. Οι Αρβανίτες χρησιμοποιούν την παραλλαγή Κόλλιας/Κόλιας, με τροπή του ο σε α, όπως παρατηρούμε και σε άλλες περιπτώσεις Νίκος-Νίκας,Ζερβός-Ζέρβας κτλ. {ΤΑΧΚ}
Κτενάς/Χτενάς- Από το δημωδ. χτένα, και την παραγ.καταλ.-άς, ο κατασκευαστής χτενών, το «κ» στην πρώτη εκδοχή ίσως οφείλεται σε «λόγια ευφωνία». < ελνστ. κτένιον. (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ.)
Κυριαζής- Από το βαφτ. Κυριαζής, παραλλαγή του Κυριάκος(Τριανταφυλλίδης,Ονόματα,σ.14). Διαδεδομένο σε όλο τον ελληνικό χώρο, Κυριαζόπουλος,Κυριαζάκης,Κυριαζίδης, Κυριαζούδης κτλ. Επώνυμο του Ρήγα Βελεστινλή(Φεραίου). (ΑΝΧΜ)
Λαβδός- Από το δημωδ. λαβδός, αυτός που έχει στραβά πόδια έτσι ώστε να ενώνονται τα γόνατα, έχοντας σχήμα Λ, σχετική λέξη χαυδώνω. (ΛΔΗΜ)
Λαζούρης/Λαζούρας- Από το μεσν(τουλαχ.7ος αιων.) και δημ. λαζούρι(ον), πέτρα γαλάζια, μτφ. ίσως ο γαλανομάτης, γαλάνης,< μεσν. λατ. lazur. (ΛΔΗΜ)
Λοΐζος/Λουΐζος/Αλοΐζος- Από το βαφτ. Λογίζος-Λοΐζος-Αλοΐζος, <βεν.Aloiso,γαλ.Loys. Βαφτιστικό που είχε ευρεία διάδοση σε ελληνικούς πληθυσμούς(νησιά, Πελ/σο, Θεσσαλία, Μακεδ.κτλ) την περίοδο της φραγκοκρατίας και βενετοκρατίας,(ΑΝΧΜ)
Μάζης- 1) Από το αρβαν. mëz,(το ë προφέρεται κάπως μεταξύ -α- και –ε-, όπως το αγγλ.about), και σημαίνει πουλάρι, 2) από το αρβαν. mazë, η κρέμα, η κρούστα που δημιουργείται πάνω στο γάλα,<σλαβ.mazъ-το λίπος.Πρβλ. Γκίζας. {ALBD}
Μάνεσης- Από το αρβαν. μανεσë-α, η αργοπορία, λογικά Μάνεσης ο βραδύς, ο αργός. (ΧΡΑΡΒ)
Μαυροειδής/Μαυροειδάκος- Από το μεσν. μαυροειδής, ο μαυρουδερός, και ως κύριο όνομα,Μαυροειδής, στο Μεσαίωνα. <μαύρος + ουσ. είδος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα, Μαυροειδής Μιχαήλ, ιερέας στην Πόλη.(ΜΣΚ) (BZP)
Μούρτζος/Μούρτζινος- Από τα ιδιωμ. μούρτζος/μούρτζινος-μαύρος/ καστανοκόκκινος για ζώα.< μσν. μούργος< αρχ. επίθ. αμόργινος (MEYER)(ΜΣΚ)
Ντούμας/Δούμας- Από το βαφτ.Ντούμας, μορφή του Δημήτριος, κυρίως από Βλάχους. Δούμας <Ντούμας, με λόγιο εξελλ. ντ>δ {ΤΑΧΚ}
Πυργάκης/Πυργόπουλος/Πυργούσης/Πυργούδης- Από το παλαιότερο βαφτιστικό Πύργος,<προσηγ.πύργος. Και θηλ. Πυργού. (ΑΝΧΜ)
Σαλός/Σαλογιάννης/Σαλαγιάννης- Από το ιδιωμ.(Ήπ.,και αλλού) σαλός, ο μωρός, τρελός, σχετικό με το ρήμα σαλεύω. (MEYER)
Σαμιαμίδας- Από το δημωδ. σιαμιαμίδι, είδος πολύ μικρής σαύρας, μολυντήρι, και χαρακτηρισμός για άνθρωπο μικρού αναστήματος.<αρχ. σαμιάμινθ(ος). (MEYER)
Ταβουλάρης- Απο το ελληνιστ. ταβουλάριος, ο γραμματοφύλακας, αρχειοφύλακας στο Βυζάντιο. (ΛΔΗΜ)
Τροκανάς- Ο κατασκευαστής/έμπορος τροκανιών(τροκάνι,το), λη τρουκάνι, το βαρύ κουδούνι των προβάτων.(ΛΔΗΜ)
Τσάρας/Τσιάρας- 1)Απο το ιδιωμ. τσάρα(ή), το πτηνόν κίχλη, η τσίχλα, ή,2) από το ιδιωμ. τσαρά, και τσερά, αλλιώς η κυρά(με τσιτακισμό κ>τσ), η θειά, ή η μαμμή.(ΛΔΗΜ)
Φιλίνης- Μητρων. από το βαφτ. Φιλίνη, σπάνια μορφή του θηλ. βαφτ. Φιλιώ, υποκ. μορφή του Τριανταφυλλιώ-α, με την κατάληξη –ίνη, έχουν σχηματιστεί κι άλλα μητρωνυμικά επώνυμα όπως Αγγελίνης<Αγγελίνη(Αγγέλω), Γεωργίνης<Γεωργίνη(Γεωργία), Αναστασίνης<Αναστασίνη (Αναστασία), Μηλίνης<Μηλίνη(Μηλιώ) κτλ .
………………………………………………………………………………………….
-Δημητράκου. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης (ΛΔΗΜ)
-Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη.{Λ.Τ.}
-Εισαγωγή στην Ελληνική Ονοματολογία, Χαράλαμπου Συμεωνίδη(ΕΕΛΟΝ)
-Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), Εμμανουήλ Κριαρά.{ΜΣΚ}
- Ανθρωπωνύμια Χουμνικού, Φ.Π.Κοτζαγεώργης (ΑΝΧΜ)
-Vladimir Orel- Albanian Etymological Dictionary,{ALBD}
-Neugriechische Studien /Gustav Meyer (MEYER)
-Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης,Λεξικόν της Αλβανικής Γλώσσης,(ΧΡΑΡΒ)
-Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit,Erich Trapp, Hans-Veit Beyer, Ewald Kislinger, Ioannis Leontiadis (BZP
-Ν. Ταχινοσλής, Μορφές του Κωνσταντίνος.{ΤΑΧΚ}
AREDES Δωρική γραφή με το αλφάβητο της Κύμης = πόδια (Αρήδες) από εδώ και το READ (διάβασμα) και διαβαίνω και διαβήτης. Όπως διαβάζουμαι με τα μάτια μας ένα Βιβλίο έτσι και με τα πόδια μας το δρόμο που διαβαίνουμε...από Aredes ή Roach (Κατσαρίδα Αγγλικά) όμως και το "approach" = διαβαίνωντας πλησιάζω... (20σάρης = αυτός που διαβαίνει το 20ό έτος τής ηλικίας του)
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Δηλώσσα (γλώσσα) μας η Ελληνική, συμπεριλαμβάνει την Αρχαία Δωρική και Ιωννική προφορά από αυτές της δύο προφορές όλες οι άλλες γλώσσες. Χωρείς την αρχαία Δωρική προφορά τα Ελληνικά που μηλούμε σήμερο είναι ημιτελές δεν καταλαβαίνουμε πολλές λέξης όπως, το γυναικεία αιδείο για παράδειγμα. Το λέμε έτσι όπως το έχουμε ακούση όμως, κανείς μας δεν καταλαβαίνει το νόημα....ΜΟΟΝ = Σελήνη από εδώ και ό Μίνωας και ο Μήνας και ο Μηνάς, και ή "Moon-day" Monday= δευτέρα....
'Έάν στο τέλος της λέξης ΜΟΟΝ προθέσουμε το Ιώτα εχούμαι το σωστό νόημα επιδή το ΜΟΟΝ και το Μ**ΝΙ μοιράζωνται κάτι κοινό μεταξύ τους τον μηνιαίαο περιοδικό κύκλο των 28 ημερών
Αλούπης από Ελόπη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔωρική λέξη ELOPE = δραπετεύω μέ ερωμένη Αλόπη = Πόλη είς ΆΡΓΟΣ TO ΠΕΛΑΣΓΙΚΟΝ Χαλέπι το λένε οι Άραβες σήμερα.
Άρήδας = ό έχων Μακρυά πόδια. 20σάρης = αυτός που βαδίζει το 20 έτος της ηλικίας του.
Αριδάς = αυτός που φτιάχνει αρίδια.
Μάζης από τη Δωρική λέξη MASON = κτήστης Μεζονέτα λέμε σήμερα το μικρό διαμέρισμα
Μάνεσης = Χειρωνάκτης (μάνη-μάνη) Μανίκι της χειρός
Σαλός.... ΣΑΛΑ = Φροντίδα
Τσάρας....., Καίσαρας ή Τσάρος = Βασιλεύς από Τσάρος ο Τσάρας και τα Τσαρούχια
Φιλίνης = Υιός του Φίλωνος. Ίνης = Υιός (είσαι το Ίναι μου = η συνέχεια μου, ΙΝΟΣ ή με νού και νόμο (Ελέω θεού) ΝΙΝΟΣ ο Βασιλεύς της Νινευής....ΦΙΛΙΠΠΟΣ = ο Ανοίκων στον οίκο του Φίλωνος Ίππος = Δύναμη (400 ίππους)
Αλούπης από Ελοπή.
ΑπάντησηΔιαγραφήELOPE Δωρικα, και Ελοπή Ιωννικα = Κρυφή φυγή ειδικά χωρίς τη γονική συναίνεση για να παντρευτούν.., Πάν = πάντα + έρως = Έλξη
Ερα η γή, Αρήδες τα πόδια μας πού βαδίζουμε στη γη, Έριδα ή διαμάχη, Έρωτας ή έλξη πού νιώθουμε ίδικα για τήν Έραν μας που όταν φθάσει στην άλλη άκρη Η έριδα για την Έρα, φτάνει μεχρη το Θάνατο
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΌΛΕΣ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ μά όλλες όμως....
ΑπάντησηΔιαγραφήΆρήδες τα ανθρώπινα πόδια επειδή (λέει) ο άνθρωπος έχει περπατήσει στον Άρη...
ΑπάντησηΔιαγραφή