Βασιλόπουλος- Αρκετά συνηθισμένο επώνυμο, με προφανή προέλευση απο το βαφτιστικό Βασίλειος, με το επίσης σύνηθες τρόπο σχηματισμού επωνύμου με την κατάληξη -όπουλος. Ως επώνυμο το συναντάμε αρκετές φορές σε πηγές του παρελθόντος, όπως έναν Γεώργιο Βασιλόπουλο την περίοδο 1330-50 στην δυτική Πελοπόννησο, έναν Ιωάννη Βασιλόπουλο στα Κρέστενα το 1354, Βασιλόπουλος Αντώνιος το 1431 στην Πάτρα, Γιάννης Βασιλόπουλος στην Αμόρανη των Κραβάρων το 1454-5, και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις. (BZP) (ΚΡΑΒ) (LONTOP)
Βουδούρης- Επώνυμο το οποίο έχει την ίδια αρχή με το Μπουντούρης, προέρχεται απο τη δημώδη/διαλεκτική λέξη βουδούρης (μπουντούρης) που δηλώνει το βραχύσωμο και παχύ άνθρωπο .Η λέξη προέρχεται απο το τουρκικό bodur, με την ίδια σημασία.
Στους τηλεφωνικούς καταλόγους το επίθετο (Βουδούρης) εμφανίζεται πάνω απο 1000 φορές , σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (π.χ. Πάτρα, Αθήνα, Λιβαδειά, Μυτιλήνη, Εύβοια, Ζαχάρω, Φιγαλεία, Πουλίθρα κ.α. κ.α.), οπότε είναι κάπως δύσκολο να εντοπίσουμε την καταγωγή του επιθέτου απο κάποια συγκεκριμένη περιοχή. Προφανώς σαν λέξη-επίθετο χρησιμοποιούταν αρκετά.
Παρόμοιες μορφές επιθέτων που έδωσε η λέξη : Μπουδουρίδης, Μπουδούρογλου, Μπουδουράκης, Βουδουράκης, Βουδουρέλλης, Βουδουρίδης, Βουδούρογλου, Βουδουρόπουλος κτλ. Η εναλλάγή Μπ>Β και ντ>δ, είναι συνηθισμένη λόγω του λόγιου εξελληνισμού μερικών επιθέτων, βλ. Μπακαλόπουλος>Βακαλόπουλος, Μπογιατζής>Βογιατζής. (ΛΔΗΜ)
Στους τηλεφωνικούς καταλόγους το επίθετο (Βουδούρης) εμφανίζεται πάνω απο 1000 φορές , σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (π.χ. Πάτρα, Αθήνα, Λιβαδειά, Μυτιλήνη, Εύβοια, Ζαχάρω, Φιγαλεία, Πουλίθρα κ.α. κ.α.), οπότε είναι κάπως δύσκολο να εντοπίσουμε την καταγωγή του επιθέτου απο κάποια συγκεκριμένη περιοχή. Προφανώς σαν λέξη-επίθετο χρησιμοποιούταν αρκετά.
Παρόμοιες μορφές επιθέτων που έδωσε η λέξη : Μπουδουρίδης, Μπουδούρογλου, Μπουδουράκης, Βουδουράκης, Βουδουρέλλης, Βουδουρίδης, Βουδούρογλου, Βουδουρόπουλος κτλ. Η εναλλάγή Μπ>Β και ντ>δ, είναι συνηθισμένη λόγω του λόγιου εξελληνισμού μερικών επιθέτων, βλ. Μπακαλόπουλος>Βακαλόπουλος, Μπογιατζής>Βογιατζής. (ΛΔΗΜ)
Μίχας- Πρόκειται για αρβανίτικη παραλλαγή του ονόματος Μιχαήλ-Μιχάλης. Σε ελληνόφωνους πληθυσμούς η υποκοριστική παραλλαγή του ονόματος ήταν συνήθως “Μίχος”. Παρομοίως παρατηρούμε την ίδια διαφορά μεταξύ υποκοριστικών μορφών σε ελληνόφωνους και αρβανιτόφωνους και σε άλλα βαφτιστικά ονόματα, π.χ. : Νίκος-Νίκας, Δήμος-Δήμας, Βρετός-Βρέτας, Αλέκος-Λέκας κ.α. .
Ως μορφή βαφτιστικού το έχω βρει στην οθωμανική απογραφή του 1528/9 σε κάτοικο του αρβανιτοχωρίου Κόκλα Μάζι (το χωριό Κόκλα, σημερ. Πλαταιές), Μιχα Γουλάμη. Αλλά και σε απογραφή των χωριών των Κραβάρων, και συγκεκριμένα στο χωριό Βοϊτσά(σημ.Ελατόβρυση) το 1454-5 βρίσκουμε δύο άτομα με αυτό το επώνυμο, τον Γιάννη Μίχα και τον άγαμο Θόδωρο Μίχα. Προφανώς το ότι το βρίσκουμε σε αυτές τις απογραφές δεν δηλώνει τίποτα για τους φέροντες το όνομα αυτό ως επώνυμο σήμερα, αφού πρόκειται για ένα συνηθισμένο βαφτιστικό στην Ελλάδα, και σε όλο τον ορθόδοξο βαλκανικό κόσμο, που κάνει την συσχέτιση του επωνύμου σε διάφορες περιοχές και περιόδους αμφίβολη.
Σήμερα το όνομα απαντάται σε Αττική, Κορινθία, Λοκρίδα Φθιώτιδας, Βοιωτία, Αργολίδα, Θεσπρωτία, κ.α. . Και οικισμός στην Αχαΐα με το όνομα Μίχα, προφανώς από κάποιον αρχηγό οικογένειας που είτε πρωτοκατοίκησε εκεί ή ήταν η σημαντικότερη οικογένεια του οικισμού, εξού και η γενική, του Μίχα. (ΚΡΑΒ) (EURIP) {ΤΠΝΜ}
Περδικάρης-Επαγγελματικό επώνυμο, απο το ουσ. περδικάρης(παλαιοτ. περδικάριος), απο το ουσ. πέρδικα(<αρχ.πέρδιξ) και το επίθημα που δηλώνει επάγγελμα –άρης(<ελνστ. –άριος). Πρόκειται δηλαδή για τον κυνηγό περδικών, ή τον έμπορο του κυνηγιού του. Ως επώνυμο αρκετά διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο απο παλαιότερες περιόδους. Ενδεικτικά έχω σημειώσει άτομα με αυτό το επώνυμο όπως Άννα Περδικάρη στην Κύπρο το 1318, Περδικάρης στην Πόλη το 1400, Ευστράτιος Περδικάρης στη Λήμνο τον 15ο αιώνα, Περδικάρης (Perdicari) οικογένεια αστών στο Ρέθυμνο του 17ου αιώνα, Νικολός Περδικάρης το 1734 απο το Ληξούρι, Συμεών Περδικάρης στη Βυτίνα το 1823 κ.α.
Πουριανός- Προφανώς πρόκειται για επώνυμο που δηλώνει καταγωγή απο κάποιον τόπο, και πιο συγκεκριμένα απο το χωριό Πουρί του Πηλίου. Ο κάτοικος του Πουριού δηλαδή, αποκαλείται Πουριανός απο τους κατοίκους των γύρω χωριών. Η κατάληξη και σε πολλά άλλα επώνυμα βλ. Αμοργιανός, Καστοριανός, Σκυριανός, Ψαριανός, Παριανός κτλ. Το γεγονός οτι το επώνυμο απαντάται στη Μαγνησία, και μάλιστα στο Πήλιο ενισχύει την αποψη αυτή. Ενώ ιστορικά το επώνυμο αυτό συναντώ για πρώτη φορά σε γράμμα του Καραισκάκη προς τον Κολοκοτρώνη στις 24 Αυγούστου 1826, καθώς αναφέρεται κάποιος Πουριανός μαζί με έναν Χαλιώτη να ακολουθουν τον Καραϊσκάκη στη φρεγάτα του Δεριγνύ όπου ο αρχιστράτηγος συναντήθηκε με τον Κιουταχή.{ΤΠΝΜ}(MEMOIR)
-Η απογραφή των Κραβάρων στο οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο ΜΜ10 (1454-1455)’, Ναυπακτιακά 15 (2007-2009), Γεώργιος Λιακόπουλος (ΚΡΑΒ)
- Longnon, J., Topping, P., Documents sur le regime des terres dans la Principaute de Moree au XIVe siecle, Paris 1969 (LONTOP)
-- Rural and urban population in the sancak of Euripos in the early 16th Century, Evangelia Balta, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα,1992. (EURIP)
- Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδος, Μιχαήλ Σταματελάτου, Φωτεινή Βάμβα Σταματελάτου. {ΤΠΝΜ}
-Mémoires historiques et militaires sur les événements de la Grèce depuis 1822 jusqu'au combat de Navarin, Τόμος 2, Jean P. Jourdain, σελ.289 (MEMOIR)
Καλησπέρα σας! Το επίθετο Κουκουτάς μπορείτε να μας πείτε από πού προέρχεται?
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια για την τόσο καλή σας προσπάθεια και τον κόπο σας!
Δύσκολο το βλέπω να βρεθεί απάντηση. Στα κοινά ελληνικά οι
ΑπάντησηΔιαγραφήμόνες λέξεις που αρχίζουν από κουκουτ είναι οι λέξεις κουκούτσι
και η μάλλον ιδιωματική κουκούτσος = αγκινάρα. Από αυτές τις
λέξεις δικαιολογούνται το Κουκουτσάς και το Κουκούτσης.
Αν υπάρχει κάτι άλλο σε άλλη γλώσσα δεν ξέρω. Δεν ξέρω επίσης
αν υπάρχει άλλη ελληνική ιδιωματική λέξη που εξηγεί το επώνυμο.
Εγώ λέω ή από το κουκκούμι/κούκκουμος (=χάλκινο μαγειρικό σκεύος) < αρχ. κουκ(κ)ουμίον, δηλαδή ο τεχνίτης των κουκκουμιών ή από το κουρκούτι (Κουρκουτάς χωρίς ρ).
ΑπάντησηΔιαγραφή