Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Ετυμολογίες και ερμηνείες επωνύμων-21/07/09

Αλαφούζος- Από το ιδιωμ. αλάφι, αντί ελάφι(και αλαφίνα αντί ελαφίνα), και την ιδιωμ. υποκοριστική κατάληξη –ούζος, πρβλ. Γιαννούζος, Γαβρούζος κτλ.(ΛΔΗΜ)

Αλαβάνος- Σχετικό με το ιδιωμ. αλαμάνος, απάνθρωπος, αιμοβόρος. Ετυμολογικά συνδέεται με το φράγκικο alleman, ο Γερμανός, που πέρασε σε μερικές ελληνικές διαλέκτους ως χαρακτηρισμός, όπως κι άλλα εθνικά ονόματα λόγω στερεοτύπων που επικράτησαν στον λαό, Βούλγαρης, Αρναούτης, Τσιφούτης, Λιτζερίνος κτλ.(ΛΔΗΜ)

Ανευλαβής- Από το μεσν. ανευλαβής, 1) ο μη ευλαβής, ο μη σεβόμενος ή μη φοβούμενος, και 2) ο θρησκευτικά ασεβής. (ΛΔΗΜ)

Ανυφαντής- Από το δημ. ανυφαντής(μεσν. ανυφάντης), ο εξ επαγγέλματος υφαντής, αυτός που υφαίνει. Και Αλυφαντής, Αλφαντής. (ΛΔΗΜ)

Αρνιακός- Από το δημωδ. αρνιακό, το δέρμα του αρνιού, το αρνοτόμαρο, προβιά. Πιθανώς το επώνυμο δηλώνει κάποιον που επεξεργαζόταν την προβιά, ή την πουλούσε. (ΛΔΗΜ)

Βερνίκος- Από το δημωδ. βερνίκι, ρευστή, ρητινώδης ουσία που χρησιμοποιείται ως επίχρισμα σε διάφορες επιφάνειες για στίλβωση ή και για προστασία, πιθανώς αυτός που έφερε το επώνυμο ήταν κατασκευαστής ή έμπορος του προϊόντος. ελνστ. βερενίκιον(Λ.Μ)

Βουτσινάς-Από το δημωδ. βουτσίνα(βυτίνα,βουτίνα,μπουτίνα,μπουτινέλος), είδος μεγάλος κάδου για ποιμενική χρήση, η βούτα ή βούτη αλλού. Η παραγωγική καταλ.-άς, δηλώνει επάγγελμα πρβλ. φαναράς, βαρελάς, βουτσάς, βαγενάς κτλ(ΛΔΗΜ)

Γαβαλάς- Επώνυμο που εμφανίζεται ήδη από τον 11ο αιώνα στην Ελλάδα, σχετίζεται:1) μεσν. γαβαλάν, «κεφαλάν»(Ησυχ.), και ιδιωμ.γάβα και κάβα το κεφάλι ή 2) με το δημωδ. γάβαλο, ο κόπρος του αλόγου. (ΛΔΗΜ)

Γωβιός/Γοβιός- Από το δημωδ. γωβιός, είδος μικρού ψαριού,< αρχ. κωβιός. Επώνυμο Ευβοιώτη πρωταγωνιστή του ’21, (ΛΔΗΜ)

Δρίτσας- Από το δημωδ. δρίτσα (συνηθ.πληθ.δρίτσες), ναυτικός όρος, τα σχοινιά από τα οποία κρέμονταν οι αρτέμονες.<ιταλ. drizza.Πρβλ. σχετικά με τη ναυσιπλοία επώνυμα Μάϊνας, Μπαρμπαρέσος, Λαγουδέρης, Φλόκος κτλ συνήθως ιταλικής προέλευσης αφού τα ιταλικά(βενετικά) ήταν η lingua franca και περίπου επίσημη γλώσσα των ναυτικών την περίοδο της δικής μας τουρκοκρατίας. (ΛΔΗΜ)

Δρόλαπας- Από το δημωδ. δρόλαπας/δρολάπι, ο σφοδρός άνεμος συνοδευόμενος από έντονη βροχή, λαίλαψ.< υδρολαιλάπιον<αρχ. δρο- + λαλαψ.Πρβλ. σχετικά επών.(άνεμ.) Πουνέντης, Μαΐστρος, Μελτέμης κτλ (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ)

Κροκάς- Από το μεσν. κρόκα/κρόκη, το υφάδι,το δημωδ. κροκίδι, συν την παραγ. καταλ.-ας. Ως επώνυμο τον 14ο αιώνα, ως Κροκάς στο Άγιο Όρος, και ως Κροκκάς στην Ιερισσό(1300). (ΛΔΗΜ) (BZP)

Καλλιμάνης- Απο το ιδιωμ. καλλιμάνι-καλλιμάνα, μικρό αποδημητικό πουλί. (ΛΔΗΜ)

Κοθρής- Απο το δημωδ. κοθρής, αυτός που μαζεύει υπολείμματα ψωμιού,ψίχες(αλλιώς κοθρί), μτφ. ο ευτελής και συμφεροντολόγος, μεσν. κόδρα `γύρος ψωμιού, γύρος ταψιού΄<λατ. codra.(ΛΔΗΜ)

Κρέμος- Από το μεσν. κρέμμυον, το κρεμμύδι. Σαν επώνυμο αναφέρεται ήδη με τη μορφή Κρεμού, και Κρεμουλής-Κρεμμός τον 13ο και 14ο αιώνα αντίστοιχα. (ΛΔΗΜ) (BZP)

Καλλέργης- Από το μεσν. καλλίεργος, «ο καλώς ειργασμένος». Γνωστή βυζαντινή οικογένεια, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη όπου και επιβιώνει μέχρι σήμερα.(ΛΔΗΜ)

Κομπωτής- Από το μεσν. και ιδιωμ. επιθ. κομπωτής, ο απατεώνας, από το ρήμα κομπώνω, εξαπατώ,ξεγελώ. Και μτφ. ο ψεύτικος,ο φαντασμένος, <Γλωσ.Ησυχ. κομβόω. Και ως όνομα γνωστής κωμόπολης της Άρτας, το Κομποτί,πατρίδας του Ν.Σκουφά, και χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, Κομπωτή.(ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)

Λαρδάς- Από το δημωδ. λαρδί, το χοιρινό λίπος,καπνιστό, συν την παραγ.κατάλ. –άς, που δηλώνει συνήθως επάγγελμα, κατασκευαστής ή πωλητής<ελνστ. λάρδ(ος) (< λατ. lard(um).Ίσως και το επώνυμο Λαουρδάς σχετίζεται με το λαρδί(;).(Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ)

Μανιάκης- Από το ελνστ. και μεσν. μανιάκης(ο), το περιδέραιο. Και σαν τοπωνύμιο στην Πελ/σο, τόπος ιστορικής μάχης του ’21. Προφανώς όπως συνηθιζόταν η περιοχή είχε δοθεί σε βυζαντινό αξιωματούχο ως πρόνοια, αφού αναφέρεται και στρατηγός Μανιάκης τον 11ο αιώνα. όχι ασυνήθιστό φαινόμενο όπως δείχνουν κι άλλα τοπωνύμια στην Πελ/σο και αλλού πρβλ Λεοντάρης, Πιγκέρνης, Σκαραμαγκάς, Καματερός κτλ(ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)

Λαΐνάς- Από το δημωδ. λαήνα,λαγήνα,λαγίνι. Λαΐνάς-λαγηνάς αυτός που κατασκευάζει λαγήνες, πήλινα δοχεία για υγρά,< μτγν. ουσ. λαγύνιον <αρχ. ουσ. λάγυνος.(ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)

Ξυπολιάς/Ξυπολιτάς- Από τις ιδιωμ. παραλλαγές του ξυπόλητος, ο ανυπόδητος,< σν. ξυπόλυτος < εξυπόλυτος.

Πάγκαλος- Από το μεσν. πάγκαλος,υπερθ.παγκάλλιστος,1)ο πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος,2) ο πάρα πολύ ενάρετος, έντιμος, ηθικός,< αρχ. επίθ. πάγκαλος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, σε Θεσσ/κη,Κύπρο,Τραπεζούντα, Σέρρες,Χαλκιδική,κτλ.(BZP)(ΜΣΚ)

Παγκράτης- Από την αρχ. λέξη παγκρατής, ο παντοδύναμος, πανίσχυρος,και όνομα αγίου, χρησιμοποιούμενο και ως βαφτιστικό. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα ως Παγκράτης και Παγκράτιος, στην Τραπεζούντα, Κύπρο, Πόλη, Κρήτη κτλ. (BZP) (ΛΔΗΜ)

Ρέππας- Από το δημωδ. ρέπας και ρέπης, ο περιφερόμενος, ο φυγόπονος, ρέμπελος, ρεμπεσκές.(ΛΔΗΜ)

Ρίτσος- Από το ιδιωμ. ρίτσος,ο ρήσος, λαικτρ.αιλουροειδές τετράποδο, που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες ζούσε στον βορά. ,<σλαβ.ris.Μτφ. δηλώνει τον γρήγορο, τον ταχύ, και εκφρ. Σαν το ρίτσο τρέχει. (ΛΔΗΜ)

Σκουτέρης- Από το δημωδ. σκουτέρης, ο ποιμένας, ο τσοπάνος, κυρίως ο προιστάμενος στην στάνη,Κρυστάλλης,Ποιημ.Τραγ.Σταν.”ήθελα να’μουν τσέλιγγας να’μουν ένας σκουτέρης”. (ΛΔΗΜ)

Σουγλέρης/Σουβλερός- Από το δημώδ. σουβλερός, σουγλερός, αυτός που έχει σχήμα σούβλας (ιδιωμ.σούγλα), οξύ, μτφ. σε ανθρώπους αυτός που έχει σουβλερή μύτη,μυτερή. (ΛΔΗΜ)

Σκορδύλης- Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας, αρχοντόπουλων, με μέλη στην Κρήτη, απο το μεσν. σκορδύλη, είδος ζώου των βάλτων.(ΓΛΗΣΥ)

Τσικρικάς- Απο το διαλεκτ. τσικρίκι, ειδικό ξύλινο, χειροκίνητο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του μαλλιού σε νήμα,<τουρκ. cikrik = ανέμη. Η κατάληξη -άς δηλώνεις επάγγλεμα, στην συγκεκριμένη περίπτωση του κατασκευαστή τσικρικιών.(ΛΔΗΜ)

-Δημητράκου. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης (ΛΔΗΜ)

-Γ.Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας(Λ.Μ)

- Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη{Λ.Τ.}

-Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), Εμμανουήλ Κριαρά. {ΜΣΚ}

- Λεξικό Ησυχίου.(ΓΛΗΣΥ)

-Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit,Erich Trapp, Hans-Veit Beyer, Ewald Kislinger, Ioannis Leontiadis (BZP)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου